- πονετικός
- [понэтикос] επ. соболезнующий, сочувствующий,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πονετικός — ή, ό, Ν [πονώ] αυτός που συμπονεί τους άλλους, που τούς ευσπλαγχνίζεται και συμμετέχει συναισθηματικά στις δυστυχίες τους. επίρρ... πονετικά κατά τρόπο πονετικό, με συμπόνια («έγυρε ο Αργύρης πονετικά και τή φιλεί», παραλλαγή ακριτ. έπους) … Dictionary of Greek
πονετικός, -ή — ό ο σπλαχνικός, ο συμπονετικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισπονετικός — ή, ό, Ν πάρα πολύ πονετικός, πολύ φιλεύσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + πονετικός «ευσπλαγχνικός»] … Dictionary of Greek
καλόκαρδος — η, ο (Μ καλόκαρδος) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος 2. αυτός που έχει καλή καρδιά, καλή ψυχή, πονετικός, ευσπλαγχνικός. επίρρ... καλόκαρδα 1. με καλή καρδιά, εύθυμα 2. με καλοσύνη και προσήνεια, με συμπάθεια … Dictionary of Greek
πολυέλεος — η, ο / πολυέλεος, ον, ΝΜΑ 1. (συν. ως προσωνυμία τού θεού) πολύ ευσπλαγχνικός, γεμάτος έλεος, πονετικός («κύριος ὁ θεὸς οἰκτίρμων... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος», ΠΔ) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυέλεος εκκλ. τμήμα τού όρθρου κατά το οποίο διαβάζεται ο… … Dictionary of Greek
πονεσ(ι)άρης — α, άρικο, Ν 1. πονετικός 2. (το θηλ. με ειρωνική, σαρκαστική σημ.) η πονεσ(ι)άρα αυτή που εύκολα παραδίδεται σε ακολασία, η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνεση + κατάλ. ιάρης* (πρβλ. λυπησ ιάρης)] … Dictionary of Greek
πονόψυχος — η, ο, Ν αυτός που συμπονεί τους άλλους, ευσπλαγχνικός, πονετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
ψυχόπονος — η, ο, Ν εύσπλαγχνος, πονόψυχος, πονετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πονος (< πόνος), πρβλ. ματαιό πονος] … Dictionary of Greek
καλόκαρδος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει καλή καρδιά, χαρούμενος, πονετικός: Αισθάνεσαι ευχάριστα, όταν κάνεις παρέα με καλόκαρδους ανθρώπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονεσιάρης, -α, -ικο — βλ. πονετικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονόκαρδος — η, ο σπλαχνικός, πονετικός, πονόψυχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)